αμμόμετρο(ν)

αμμόμετρο(ν)
το песочные часы

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αμμόμετρο(ν)" в других словарях:

  • αμμόμετρο — το όργανο για τη μέτρηση τού χρόνου με άμμο, το αμμωτό*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < ἄμμος + μέτρο(ν), χρησιμοποιήθηκε δε για πρώτη φορά από τον ποιητή Ιωάννη Καρασούτσα, το 1867] …   Dictionary of Greek

  • αμμόμετρο — το όργανο για μέτρηση του χρόνου με άμμο, το αμμωτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμμωτό — το το αμμόμετρο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»